ὑψίβατος

ὑψίβατος
ὑψίβᾰτος, -ον
1 lofty

Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες N. 10.47


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υψίβατος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.) 2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔ βατος] …   Dictionary of Greek

  • ὑψίβατον — ὑψίβατος set on high masc/fem acc sg ὑψίβατος set on high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίβατοι — ὑψίβατος set on high masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιβάμων — ον, Μ ὑψίβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αἰθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • υψιβάτης — ο / ὑψιβάτης, ΝΜ [ὑψιβαίνω] νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ερπετών μσν. ὑψίβατος* …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”